„ενοικιαστήριο“: ουδέτερο ενοικιαστήριο [enikjiasˈtirio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Mietvertrag Mietvertragαρσενικό | Maskulinum, männlich m ενοικιαστήριο ενοικιαστήριο