„εννεαπλάσιος“ εννεαπλάσιος [eneaˈplasios], εννεαπλάσια, εννεαπλάσιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) neunfach neunfach εννεαπλάσιος εννεαπλάσιος