„ενθύμημα“: ουδέτερο ενθύμημα [enˈθimima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gedachtes Gedachtesουδέτερο | Neutrum, sächlich n ενθύμημα ενθύμημα