ενθρόνιση
[enˈθronisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Einsetzungθηλυκό | Femininum, weiblich fενθρόνιση νομικός όρος | Rechtswesenνομενθρόνιση νομικός όρος | Rechtswesenνομ