„ενθουσιάζω“: μεταβατικό ρήμα ενθουσιάζω [enθusiˈazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) begeistern begeistern ενθουσιάζω ενθουσιάζω