ενηλικίωση
[eniliˈkjiosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Volljährigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fενηλικίωσηMündigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fενηλικίωσηενηλικίωση