ενεχυροδανειστήριο
[eneçiroðanisˈtirio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Pfandhausουδέτερο | Neutrum, sächlich nενεχυροδανειστήριοPfandleiheθηλυκό | Femininum, weiblich fενεχυροδανειστήριοενεχυροδανειστήριο