„ενεργούμαι“: μεσοπαθητικό ρήμα ενεργούμαι [enerˈɣume]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Stuhlgang haben Stuhlgang haben ενεργούμαι ενεργούμαι