ενεργοποιώ
[enerɣoˈpio]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- aktivierenενεργοποιώενεργοποιώ
- betätigenενεργοποιώ διακόπτηενεργοποιώ διακόπτη
Thank you for your feedback!