„ενεργοβόρος“ ενεργοβόρος [enerɣoˈvoros], ενεργοβόρα, ενεργοβόροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) energieintensiv energieintensiv ενεργοβόρος ενεργοβόρος