„ενδοσκόπιο“: ουδέτερο ενδοσκόπιο [enðoˈskopio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Endoskop Endoskopουδέτερο | Neutrum, sächlich n ενδοσκόπιο ενδοσκόπιο