„ενδορφίνη“: θηλυκό ενδορφίνη [enðorˈfini]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Endorphin Endorphinουδέτερο | Neutrum, sächlich n ενδορφίνη ενδορφίνη