ενδοκρινής
[enðokriˈnis], ενδοκρινής, ενδοκρινέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- ενδοκρινής αδέναςαρσενικό | Maskulinum, männlich mHormondrüseθηλυκό | Femininum, weiblich f