„ενδιαφέρον“: ουδέτερο ενδιαφέρον [enðiaˈferon]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n <γενική | Genitivgen; -οντος; πληθυντικός | Pluralpl; -οντα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Interesse Interesseουδέτερο | Neutrum, sächlich n (για an+δοτική | +Dativ +dat) ενδιαφέρον ενδιαφέρον examples δείχνω ενδιαφέρον Interesse zeigen δείχνω ενδιαφέρον από ενδιαφέρον interessehalber, aus Interesse από ενδιαφέρον