„ενδελέχεια“: θηλυκό ενδελέχεια [enðeˈleçia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Diensteifer Diensteiferαρσενικό | Maskulinum, männlich m ενδελέχεια ενδελέχεια