„ενδεικτικό“: ουδέτερο ενδεικτικό [enðiktiˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schulzeugnis Schulzeugnisουδέτερο | Neutrum, sächlich n ενδεικτικό ενδεικτικό