„ενδίδω“: αμετάβατο ρήμα ενδίδω [enˈðiðo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) nachgeben nachgeben (σεδοτική | Dativ dat) ενδίδω ενδίδω