εναπόθεση
[enaˈpoθesi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Hinterlegungθηλυκό | Femininum, weiblich fεναπόθεσηεναπόθεση
- Deponierungθηλυκό | Femininum, weiblich fεναπόθεση εμπορευμάτωνεναπόθεση εμπορευμάτων
examples
- εναπόθεση λίπουςFettansatzαρσενικό | Maskulinum, männlich m