„εναντιώνομαι“: αποθετικό ρήμα εναντιώνομαι [enandiˈonome]αποθετικό ρήμα | Deponens dep Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich widersetzen sich widersetzen (σεδοτική | Dativ dat) εναντιώνομαι εναντιώνομαι