„εμψύχωση“: θηλυκό εμψύχωση [emˈpsixosi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Ermutigung Ermutigungθηλυκό | Femininum, weiblich f εμψύχωση εμψύχωση