„εμψυχωμένος“ εμψυχωμένος [empsixoˈmenos], εμψυχωμένη, εμψυχωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ermutigt ermutigt εμψυχωμένος εμψυχωμένος