„εμφιαλώνω“: μεταβατικό ρήμα εμφιαλώνω [emfiaˈlono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) abfüllen abfüllen εμφιαλώνω κρασί εμφιαλώνω κρασί