„εμφανέστατος“ εμφανέστατος [emfaˈnestatos], εμφανέστατη, εμφανέστατοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) überdeutlich überdeutlich εμφανέστατος εμφανέστατος