εμπόλεμος
[emˈbolemos], εμπόλεμη, εμπόλεμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- εμπόλεμη ζώνηθηλυκό | Femininum, weiblich fKriegsgebietουδέτερο | Neutrum, sächlich n