„εμποροπανήγυρη“: θηλυκό εμποροπανήγυρη [emboropaˈnijiri]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Jahrmarkt Jahrmarktαρσενικό | Maskulinum, männlich m εμποροπανήγυρη εμποροπανήγυρη