„εμπορευματοποιώ“: μεταβατικό ρήμα εμπορευματοποιώ [emborevmatopiˈo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) vermarkten vermarkten εμπορευματοποιώ εμπορευματοποιώ