εμπνέω
[embˈneo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- inspirierenεμπνέω παρακινώεμπνέω παρακινώ
- einflößenεμπνέω σεβασμόεμπνέω σεβασμό
- erweckenεμπνέω εμπιστοσύνηεμπνέω εμπιστοσύνη