„εμπλουτισμός“: αρσενικό εμπλουτισμός [emblutizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Anreicherung Anreicherungθηλυκό | Femininum, weiblich f εμπλουτισμός εμπλουτισμός