„εμπλουτίζω“: μεταβατικό ρήμα εμπλουτίζω [embluˈtizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) anreichern anreichern εμπλουτίζω εμπλουτίζω