εμπιστευτικός
[embisteftiˈkos], εμπιστευτική, εμπιστευτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- vertraulichεμπιστευτικόςεμπιστευτικός
examples
- εμπιστευτική υπόθεσηθηλυκό | Femininum, weiblich fVertrauenssacheθηλυκό | Femininum, weiblich f