„εμπάθεια“: θηλυκό εμπάθεια [emˈpaθia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Leidenschaftlichkeit Leidenschaftlichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f εμπάθεια εμπάθεια