εμβολή
[emvoˈli]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Embolieθηλυκό | Femininum, weiblich fεμβολή ιατρική | MedizinιατρGefäßverstopfungθηλυκό | Femininum, weiblich fεμβολή ιατρική | Medizinιατρεμβολή ιατρική | Medizinιατρ