ελευθερία
[elefθeˈria]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Freiheitθηλυκό | Femininum, weiblich fελευθερίαελευθερία
examples
- ελευθερία γνώμηςMeinungsfreiheitθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ελευθερία βούλησηςWillensfreiheitθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ελευθερία δράσηςHandlungsfreiheitθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples