ελαχιστοποιώ
[elaçistopiˈo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- minimierenελαχιστοποιώ ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υελαχιστοποιώ ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ