„ελαφρόμυαλος“ ελαφρόμυαλος [elaˈfromjalos], ελαφρόμυαλη, ελαφρόμυαλοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) leichtsinnig leichtsinnig ελαφρόμυαλος ελαφρόμυαλος