„ελαφρομυαλιά“: θηλυκό ελαφρομυαλιά [elafromjaˈʎa]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Leichtsinn Leichtsinnαρσενικό | Maskulinum, männlich m ελαφρομυαλιά ελαφρομυαλιά