„ελαφρά“: επίρρημα ελαφρά [elaˈfra]επίρρημα | Adverb adv Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) leicht, nicht sehr leicht, nicht sehr ελαφρά όχι πολύ ελαφρά όχι πολύ examples ελαφρά ντυμένος leicht bekleidet ελαφρά ντυμένος