„ελαφάκι“: ουδέτερο ελαφάκι [elaˈfakji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Kitz Kitzουδέτερο | Neutrum, sächlich n ελαφάκι ελαφάκι