„ελατήριο“: ουδέτερο ελατήριο [elaˈtirio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Feder Federθηλυκό | Femininum, weiblich f ελατήριο ελατήριο examples ελατήριο στρώματος Bettfederθηλυκό | Femininum, weiblich f ελατήριο στρώματος