„ελαιώδης“ ελαιώδης [eleˈoðis], ελαιώδης, ελαιώδεςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ölig, Öl- ölig, Öl- ελαιώδης ελαιώδης