„ελαιόχρωμος“ ελαιόχρωμος [eleˈoxromos], ελαιόχρωμη, ελαιόχρωμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) oliv oliv ελαιόχρωμος ελαιόχρωμος