„ελίσσομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα ελίσσομαι [eˈlisome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich schlängeln sich schlängeln ελίσσομαι ελίσσομαι