„ελέγξιμος“ ελέγξιμος [eˈleŋksimos], ελέγξιμη, ελέγξιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) kontrollierbar kontrollierbar ελέγξιμος ελέγξιμος