ελάχιστος
[eˈlaxistos], ελάχιστη, ελάχιστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- gering, geringfügigελάχιστοςελάχιστος
- minimalελάχιστοςελάχιστος
- ελάχιστος