„ελάσσων“: ουδέτερο ελάσσων [eˈlason]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Moll Mollουδέτερο | Neutrum, sächlich n ελάσσων μουσ ελάσσων μουσ