„εκχωρώ“: μεταβατικό ρήμα εκχωρώ [ekxoˈro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) zuweisen zuweisen εκχωρώ ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ εκχωρώ ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ