„εκφωνητής“: αρσενικό εκφωνητής [ekfoniˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m, εκφωνήτρια [ekfoˈnitria]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Ansager, Sprecher Ansagerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f εκφωνητής τηλεοράσεως εκφωνητής τηλεοράσεως Sprecherαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f εκφωνητής ραδιοφώνου εκφωνητής ραδιοφώνου