„εκφραστικός“ εκφραστικός [ekfrastiˈkos], εκφραστική, εκφραστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ausdrucksvoll ausdrucksvoll εκφραστικός εκφραστικός