„εκτόξευση“: θηλυκό εκτόξευση [ekˈtoksefsi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Abschuss Abschussαρσενικό | Maskulinum, männlich m εκτόξευση ρακέτας εκτόξευση ρακέτας