εκτροχιάζομαι
[ektroçiˈazome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpμεταφορικά | in übertragenem SinnμτφOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- entgleisenεκτροχιάζομαιεκτροχιάζομαι
Thank you for your feedback!